- παιάνας
- Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με μια ιδεολογία που εξομοίωνε τον αγώνα κατά της ασθένειας με τη μάχη. Ο π. ψαλλόταν συνήθως από χορό ανδρών με τη συνοδεία λύρας, που ήταν το ιερό όργανο του Απόλλωνα.
* * *ο (ΑΜ παιάν, -ᾱνος, Α επικ. τ. παιήων, -ονος, αττ.-ιων. τ. παιών, -ῶνος, αιολ. τ. πάων)(στην αρχαιότητα) α) χορικό άσμα, ωδή ή ύμνος προς τιμήν κυρίως τού Απόλλωνος, αλλά και τής Αρτέμιδος και άλλων θεών, που περιείχε ευχαριστία για τη λύτρωση από κάποιο κακό («μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, καλὸν ἀείδοντες παιήονα», Ομ.Ι.λ.)β) θριαμβευτικό επινίκιο άσμα ή πολεμικό εμβατήριο που έψαλλαν οι στρατιώτες πριν από ή κατά τη μάχηγ) μετρικός πους που συνίσταται από τρεις βραχείες συλλαβές και μία μακρά, δηλ. -∪∪∪ ή ∪_∪∪ ή ∪∪_∪ ή ∪∪∪_νεοελλ.θριαμβευτικό άσμα για κάποια επιτυχία ή επινίκιος ύμνοςαρχ.1. γιατρός («παιὼν γενοῡ τῆσδε μερίμνης», Αισχύλ.)2. σωτήρας, λυτρωτής («καί μοι Θάνατος Παιὰν ἔλθοι», Ευρ.)3. άσμα που τραγουδούσαν στα συμπόσια4. ως κύριο όν. ὁ Παιάν, επικ. τ. Παιήων, αττ. ιων. Παιών, αιολ. τ. Πάωνα) (ως προσωνυμία τού Ασκληπιού) ο γιατρός τών θεώνβ) Απόλλων ως βοηθός και λυτρωτής θεός («τὸν Παιῶνά τε καὶ τὰς Μούσας ἐπικαλούμενος», Πλάτ.)γ) προσωνυμία τού Διός, τού Ποσειδώνος, μετά από σεισμό, τού Διονύσου, τού Ηλίου και τού Πανός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχικός θεωρείται ο τ. παιᾱFων (προβ. αιολ. τ. πάων) όπως μαρτυρείται στη μυκην. δοτ. pajawone (για το επίθημα πρβλ. Ἰᾱ[F]ονες)Το όνομα, προσηγορικό αρχικά, αποδόθηκε αργότερα ως προσωνύμιο στον Ασκληπιό, στον Απόλλωνα και σε άλλες θεότητες. Ο αττ. και ιων. τ. παιών έχει προέλθει με συναίρεση και ο τονισμός του είναι αναλογικός με τα συνηρημένα σε -έων / -ών (πρβλ. κοιτών). Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με το ρ. παίω «χτυπώ», μέσω ενός αμάρτυρου τ. *παFιᾶ «χτύπημα». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο Απόλλων θεράπευε τις αρρώστειες με ένα μαγικό χτύπημα. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. παύω, ενώ δεν αποκλείεται και η άποψη ότι πρόκειται για ένα θεωνύμιο τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή για δάνεια λ. (πρβ. Παν)].
Dictionary of Greek. 2013.